Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

Iστορικό τρίγωνο Χαμένος στη μετάφραση, στο κέντρο της Αθήνας

Μοναστηράκι. Ο θίασος της πλατείας.
Ανάμεσα σε αλουμινένιους όγκους, τσιμέντα, μαστουρωμένα περιστέρια, μαύρες κολλημένες τσίχλες και άδεια πλαστικά μπουκάλια, οι street artists της Αθήνας –οι γνωστοί μίμοι αγαλμάτων που υπάρχουν στις μεγάλες πόλεις των άλλων χωρών– έχουν εκλάβει με το δικό τους, original τρόπο το ρόλο του αγάλματος Καθολικής Μαντόνας. Με λευκά σεντόνια, πρόσωπο περασμένο μπαντανά, μαζί μυτόγκα και μουστάκι, κι από κάτω σαγιονάρα και μαυρίλα, απλώς επαιτούν από τους περαστικούς μια δόση ευσπλαχνίας προς το κωδικό χρώμα, άσπιλο λευκό, που φόρεσαν – τι άλλο να κάνουν; Στο βάθος δεξιά, το Σαράι.

  Κοτζιά. Χεσμένη από περιστέρια.
Αυτιστικά, χιτσκοκικά βρομόπουλα, καθισμένα χιλιάδες στα στέγαστρα του Δήμου, μετράνε δολοφονικά κεφάλια των περαστικών, περιμένοντας απλώς την επόμενη μετάλλαξη. Έρμαια, πλαστικές σακούλες και cds, κρέμονται από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών στην πόλη, μια μάταιη κουρελο-ελπίδα σε ένα ζοφερό μέλλον.

Αιόλου. Τα ιπτάμενα σουτιέν.
Κυριακή μεσημέρι, ησυχία, στις φορτωμένες βιτρίνες των κλειστών μαγαζιών, Νεωτερισμοί, Λευκά Είδη, Εσώρουχα, έτοιμα να πετάξουν λοξά επάνω έξω, να βγουν από τα πολυέστερ στήθη που είναι φορεμένα. Στα παγκάκια, κουρασμένες Βουλγάρες σε ρεπό, με πλαστική σακούλα – το κολατσιό στο χέρι, συζητώντας.
  Μητροπόλεως. Death metal.
Συγκλονιστική αυλαία από λαμαρίνες δίνει ένα ξεχαρβαλωμένο φινάλε στο παλιό Υπουργείο Παιδείας. Δίπλα στο σημειολογικά αναποδογυρίσμενο Stop, τριπλές σειρές από πλαστικές γλάστρες, δεμένες με αλυσίδες. Απέναντι το λευκό μέγαρο «Μαραμένος & Πατέρας».
  Περικλέους. Ψιλικά. Σπασμένα, κολλημένα.
Χαρτοκιβώτια με σκουπίδια έξω από κτίρια με μαύρα ανοιχτά παράθυρα που χάσκουν έρημα, άδειων γραφείων που ποτέ δεν νοικιάζονται, ρετάλια υφάσματα, ξεφτισμένα φτερά από μποά, μετώπες και πινακίδες από ασυνάρτητα κολάζ – αφίσες πινακοθήκης, σπασμένα πλέξιγκλας, Ιταλικά-Γαλλικά-Κινέζικα. Μικρομάγαζα που πιάνουν το πεζοδρόμιο με το εμπόρευμα, στρωμένα παντού ψάθινα χαλάκια εξώπορτας και καλάθια, για να μην περνάς, να μην παρκάρεις, να σταματάς εκεί για πάντα. Ονόματα μαγαζιών-φάντασμα όπως Bianco and Blue.
  Ερμού. Καλά στέφανα.
Βαλκάνιες, χλιδάτες, μπαρόκ νύφες ανεβασμένες σαν οφθαλμαπάτες σε πινακίδες νέον. Γυαλίζουν. Πιο κάτω, στην Καπνικαρέα, μεγάλο, μαύρο, μισοσπασμένο, ξεχαρβαλωμένο κτίριο με πινακίδες: Στέφανα, χριστουγεννιάτικα στολίδια, είδη κάμπινγκ, μπομπονιέρες.
  Μητροπόλεως. Καταφύγιο.
Στο υπόγειο του Starbucks, στο βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη, ακόμα και τις Κυριακές μπορείς να βρεις κάποιους βασικούς τίτλους, εφόδια και καφές για να κρυφτείς επάνω, στους καναπέδες στο φωτεινό πατάρι. Έχει ησυχία, Internet, μυστικά ραντεβού και ωραία τζαμαρία για να βλέπεις την κίνηση του δρόμου. Απέναντι το Ταχυδρομείο που μένει ανοιχτό μέχρι αργά και λίγο πιο κάτω οι μοιραίες, ρομαντικές βιτρίνες του Χυτήρογλου, με τα κορδόνια του μπάτλερ. Απέναντι, φρεσκοβαμμένο, ανάγλυφο στο φως και άδειο, το κτίριο Παπασπυρόπουλος – Αναγνωστόπουλος & Σια.
  Μοναστηράκι. Προώθηση κλήσης.
Χαζεύοντας τα βέλη, τις χειροπέδες, τα γιαταγάνια και τους μπαλτάδες στη μικροσκοπική οπλοθήκη του λίλιπουτ τύπου, έξω από το τζαμί του Τούρκου βοεβόδα, τη βλέπεις – μια φούξια κηλίδα μέσα στα μάρμαρα, απομακρυσμένη μέσα στις κολόνες της Αρχαίας Αγοράς, μιλάει στο κινητό της, καλύπτοντας το στόμα με το χέρι. Why so serious?


  Μητρόπολη. Πλατεία. Crossover.
Θεαματικές λινάτσες κρεμασμένες από την πρόσοψη φουσκώνουν, αεράτες, έτοιμες να σαλπάρουν το Ναό γι’ αλλού. Ξεθεωμένοι Κινέζοι στα πεζούλια, σουβλάκια, κάμερες, άστεγοι στα παγκάκια (βρύση - τουαλέτα στο βάθος της πλατείας, πίσω από την προτομή). Μοχθηρά περιστέρια κρύβονται στη σκιά, κάτω από τους πάγκους. Μηχανάκια διασχίζουν οριζόντια, κάθετα και πλάγια την πλατεία, την ώρα που το χαρούμενο τρενάκι του Δήμου κάνει δεκάλεπτη –από το μποτιλιάρισμα– στάση. 

  Κεραμεικός.
Κάτω, στο χώμα, πατημένο, το τυχερό μου Εφτά. Η Αθήνα μού στέλνει μηνύματα.



  Μοναστηράκι - Ρέθυμνo = Love 4ever.
Έξαλλη τουρίστρια βρίζεται με τον οδηγό στο κόκκινο δημοτικό τρενάκι που περιφέρεται στα στενά της Πλάκας. Την επιβίβασε πριν 200 μέτρα και την κατέβασε στο τέρμα απαιτώντας άλλο εισιτήριο για τη συνέχεια του ride. Ιδανική λεπτομέρεια: Το τρενάκι έχει πινακίδες Ρεθύμνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου